τειχολετις

τειχολετις
    τειχολέτις
    τειχ-ολέτις
    -ιδος ἥ разрушительница городских укреплений Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τειχολετις" в других словарях:

  • τειχολέτις — destroyer of walls fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχολέτις — ιδος, ἡ, Α αυτή που καταστρέφει τα τείχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + ὀλέτις, θηλ. τού ὀλέτης «καταστροφέας»] …   Dictionary of Greek

  • τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»